κρεοφαγία

κρεοφαγία
κρεο-φᾰγία, [dialect] Ion. [full] κρεηφᾰγίη, ,
A eating of flesh, Hp.Acut.37, D.S.3.31, Ph.2.235 (vv.ll. κρεω-, κρεη-), Porph. Abst.1.15, al.;

κ. τῶν θηρίων Str.16.4.9

;

χρῆσθαι κρεοφαγίᾳ Plu.2.132a

(κρεω-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεοφαγία — κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc/acc dual κρεοφαγίᾱ , κρεοφαγία eating of flesh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίᾳ — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγία — η (AM κρεοφαγία, Α ιων. τ. κρεηφαγίη) [κρεοφάγος] το να τρέφεται κάποιος κατ εξοχήν με κρέας …   Dictionary of Greek

  • κρεοφαγία — η το να τρώει κανείς κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεοφαγίας — κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem acc pl κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία eating of flesh fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαι — κρεοφαγίᾱͅ , κρεοφαγία eating of flesh fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαν — κρεοφαγίᾱν , κρεοφαγία eating of flesh fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγιῶν — κρεοφαγία eating of flesh fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοφαγίαις — κρεοφαγία eating of flesh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мѧсо˫адениѥ — МѦСО˫АДЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Употребление в пищу мяса: в нихъ же нѣ(с)... ни злата ни сребра ни ѡвоща ни вина нi порть ни мѧ(с)˫адении ни ино дѣло никотороѥ же (κρεοφαγία) ГА XIII–XIV, 31а; ли не вѣсте ˫ако въ здержани˫а мѣсто сего. и лишени˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”